- μυκητοφάγος
- οζωολ.1. χαρακτηρισμός δίπτερων, κυρίως, εντόμων που τρέφονται με έντομα2. χαρακτηρισμός ορισμένων ειδών τερμιτών και μυρμηγκιών τα οποία «καλλιεργούν κήπους» από μύκητες με τους οποίους τρέφονται3. γένος κολεόπτερων εντόμων, μικρών τριχωτών σκαθαριών, τής οικογένειας mycetophagidae, που απαντούν πάνω σε μύκητες ή κάτω από φλοιούς φυτών.
Dictionary of Greek. 2013.